- Πείρασιν
- Πείρᾱσιν , Πείραςmasc dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείρασιν — πείρασις attempt fem acc sg πείρᾱσιν , πείρω pierce aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) πεί̱ρασιν , πεῖραρ end neut dat pl πείρᾱσιν , πειράω attempt pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHORCUS sive PHORCYS — PHORCUS, sive PHORCYS Ponti ac Terrae filius. Hesiod. in Theogon. v. 237. Αὖτις δ᾿ αὖ Θαύμαντα μέγαν καὶ ἀγήνορα Φόρκυν, Γαίῃ μισγόμενος, καὶ Κητὼ καλλιπάρῃον. Varro tamen Theseae, alii Thoosae legunt, Nymphae ac Neptuni filium fuisse scribit,… … Hofmann J. Lexicon universale
πείρασις — άσεως, ἡ, Α [πειρώ / πειρώμαι] 1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση 2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.) … Dictionary of Greek